βρογχικά

βρογχικά
τα см. βρογχίτιδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βρογχικά" в других словарях:

  • αδιάντο — (adiantum).Ονομασία γένους πτεριδοφύτων της οικογένειας των πολυποδιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 100 είδη, καλλωπιστικά και φαρμακευτικά, ιθαγενή των θερμών και εύκρατων χωρών και κυρίως των υγρών περιφερειών. Τα φύλλα τους έχουν συνήθως μίσχο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»